- επιστατικός
- -ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) [επιστάτης]νεοελλ.φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τουςαρχ.-μσν.ικανός ή κατάλληλος να επιστατείμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόνη συστατική επιστολήαρχ.1. στερεός, αμετακίνητος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατικήη τέχνη να επιστατεί κανείς.επίρρ...ἐπιστατικῶςαρχ.1. σταθερά, αμετακίνητα2. προσεκτικά, με επιμέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.